αποκριτικός

αποκριτικός
-ή, -ό (AM ἀποκριτικός, -ή, -όν)
φυσιολ. αυτός που συντελεί στην απόκριση, που έχει την ιδιότητα να αποκρίνει
2. ο σχετικός με την απόκριση, ο κατάλληλος για απάντηση, απαντητικός -
αρχ.
εκείνος που διαχωρίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποκριτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που χρησιμεύει για απάντηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκριτικά — ἀποκριτικός secretory neut nom/voc/acc pl ἀποκριτικά̱ , ἀποκριτικός secretory fem nom/voc/acc dual ἀποκριτικά̱ , ἀποκριτικός secretory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικῶν — ἀποκριτικός secretory fem gen pl ἀποκριτικός secretory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικόν — ἀποκριτικός secretory masc acc sg ἀποκριτικός secretory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικαί — ἀποκριτικός secretory fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικοῦ — ἀποκριτικός secretory masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικούς — ἀποκριτικός secretory masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικῆς — ἀποκριτικός secretory fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτικῇ — ἀποκριτικός secretory fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριτική — ἀποκριτικός secretory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”