αποκριτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που χρησιμεύει για απάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκριτικά — ἀποκριτικός secretory neut nom/voc/acc pl ἀποκριτικά̱ , ἀποκριτικός secretory fem nom/voc/acc dual ἀποκριτικά̱ , ἀποκριτικός secretory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκριτικῶν — ἀποκριτικός secretory fem gen pl ἀποκριτικός secretory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκριτικόν — ἀποκριτικός secretory masc acc sg ἀποκριτικός secretory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκριτικαί — ἀποκριτικός secretory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκριτικοῦ — ἀποκριτικός secretory masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκριτικούς — ἀποκριτικός secretory masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκριτικῆς — ἀποκριτικός secretory fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκριτικῇ — ἀποκριτικός secretory fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκριτική — ἀποκριτικός secretory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)